κεχωρισμένα

κεχωρισμένα
χωρίζω
separate
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κεχωρισμένᾱ , χωρίζω
separate
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κεχωρισμένᾱ , χωρίζω
separate
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεχωρισμένας — κεχωρισμένᾱς , χωρίζω separate perf part mp fem acc pl κεχωρισμένᾱς , χωρίζω separate perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κεχωρισμέναι — χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc pl κεχωρισμένᾱͅ , χωρίζω separate perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”